- ἐδωρεῖτο
- δωρέομαιgiveimperf ind mp 3rd sg (attic epic)δωρέωgiveimperf ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσένδετος — ον, Α 1. δεμένος με χρυσό («ἐδωρεῑτο χρυσένδετον σμάραγδον», Πλούτ.) 2. διακοσμημένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἐνδετός «δεμένος»] … Dictionary of Greek